Skip to main content
αναζήτηση

Λίγα λόγια για τη ΔΕΠΥ

Ο σακχαρώδης διαβήτης κύησης έχει συσχετιστεί με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης νευροαναπτυξιακών διαταραχών στους απογόνους, όπως είναι η διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ).

Η ΔΕΠΥ είναι μια νευροαναπτυξιακή διαταραχή που χαρακτηρίζεται από διάσπαση της προσοχής, υπερκινητικότητα και παρορμητικότητα.

Οι άνθρωποι που πάσχουν από ΔΕΠΥ μπορεί να φαίνονται ανήσυχοι, να εμφανίζουν δυσκολία στη συγκέντρωση, καθώς και να ενεργούν παρορμητικά ή απερίσκεπτα.

Τα συμπτώματα της ΔΕΠΥ συνήθως παρατηρούνται για πρώτη φορά σε νεαρή ηλικία και στις περισσότερες περιπτώσεις διαγιγνώσκονται όταν τα παιδιά είναι από έξι έως δώδεκα ετών. Μπορεί να γίνουν πιο εμφανή όταν το παιδί μπαίνει στο σχολείο, όπου η ανάγκη για συγκέντρωση και οργάνωση είναι πιο απαιτητική.

Ο σακχαρώδης διαβήτης κύησης χαρακτηρίζεται από υπεργλυκαιμία, δηλαδή από αυξημένα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα. Η υπεργλυκαιμία έχει σημαντικές επιπτώσεις στο έμβρυο καθώς οδηγεί σε αυξημένο στρες, φλεγμονή, υποξία και υπερινσουλιναιμία, τα οποία με τη σειρά τους, μπορεί να επηρεάσουν την ανάπτυξη του εγκεφάλου του εμβρύου κατά τις κρίσιμες προγεννητικές περιόδους, οδηγώντας σε νευροαναπτυξιακές διαταραχές αργότερα στη ζωή.

Εκτός από το σακχαρώδη διαβήτη κύησης, τις τελευταίες δεκαετίες ορισμένες μελέτες έχουν συνδέσει το αυξημένο σωματικό βάρος της μητέρας με την εμφάνιση νευροαναπτυξιακών διαταραχώνόπως είναι η ΔΕΠΥ.

Επίσης, υπάρχουν ορισμένες ενδείξεις ότι η αύξηση του βάρους της γυναίκας πάνω από τα συνιστώμενα επίπεδα κατά τη διάρκεια της κύησης μπορεί να έχει σημαντικές αρνητικές επιδράσεις στην ψυχική υγεία των απογόνων.

Παρ’ όλα αυτά, οι ελάχιστες μελέτες που έχουν δημοσιευθεί μέχρι σήμερα δεν έχουν καταφέρει να αποδείξουν την ανεξάρτητη σχέση μεταξύ της υπερβολικής αύξησης βάρους κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και της εμφάνισης ΔΕΠΥ στους απογόνους. Επίσης, δεν υπάρχουν μελέτες σε πληθυσμούς υψηλού κινδύνου, όπως είναι οι γυναίκες με σακχαρώδη διαβήτη κύησης.

Λίγα λόγια σχετικά με τη μελέτη

Η μελέτη αυτή που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο περιοδικό Κλινικής Ενδοκρινολογίας και Μεταβολισμού (Journal of Clinical Endocrinology & Metabolism) είχε ως στόχο να διερευνήσει εάν τα παιδιά γυναικών με σακχαρώδη διαβήτη κύησης και που ταυτόχρονα ανήκαν στην κατηγορία της παχυσαρκίας είναι περισσότερο πιθανό να εμφανίσουν ΔΕΠΥ αργότερα στη ζωή τους και ποιος είναι ο ρόλος της υπερβολικής αύξησης βάρους κατά την κύηση σε αυτή την συσχέτιση.1

Η μελέτη συμπεριέλαβε 1036 παιδιά που γεννήθηκαν μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 1991 και 31ης Δεκεμβρίου 2008 από μητέρες με σακχαρώδη διαβήτη κύησης σε πανεπιστημιακό νοσοκομείο της Βαρκελώνης (Hospital Universitari Mútua de Terrassa), και τα οποία παρακολουθήθηκαν κατά μέσο όρο για 17,7 έτη.

Όσον αφορά στις μητέρες που έλαβαν μέρος στη μελέτη το 1,4% κατατάσσονταν στην κατηγόρια του ελλιποβαρή με βάση το δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ), το 52,7% στην κατηγορία του φυσιολογικού βάρους, το 27,1% στην κατηγορία του υπέρβαρου και το 18,8% στην κατηγορία της παχυσαρκίας.

Για περισσότερες διατροφικές συμβουλές μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί μας και να κλείσετε ραντεβού.

Επικοινωνία

Τι ανέφερε η μελέτη στα αποτελέσματα της;

Η μελέτη ανέφερε στα αποτελέσματα της ότι τα παιδιά των γυναικών με διαβήτη κύησης και παχυσαρκία είχαν υψηλότερο κίνδυνο κατά 66% να εμφανίσουν ΔΕΠΥ, σε σύγκριση με εκείνα που γεννήθηκαν από μητέρες με διαβήτη κύησης αλλά με φυσιολογικό σωματικό βάρος.

Αυτή η σχέση παρέμεινε στατιστικά σημαντική ακόμη και όταν λήφθηκαν υπόψη βασικοί παράγοντες κινδύνου, όπως είναι το κάπνισμα, η ηλικία της μητέρας, το βάρος γέννησης του παιδιού, το φύλο, η εθνικότητα, πρόωρος τοκετός, καισαρική τομή κ.α.

Επίσης, η μελέτη ανέφερε ότι η αύξηση του βάρους της γυναίκας κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης πάνω από τα συνιστώμενα επίπεδα δεν συσχετίστηκε ανεξάρτητα με την εμφάνιση ΔΕΠΥ στους απογόνους.

Ωστόσο, όταν οι ερευνητές αξιολόγησαν το βάρος της μητέρας προ εγκυμοσύνης και την αύξηση του βάρους της κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης συνδυαστικά προκειμένου να διαπιστώσουν εάν οι παράγοντες αυτοί αλληλοεπιδρούν και επηρεάζουν τον κίνδυνο εμφάνισης ΔΕΠΥ, βρέθηκε ότι τα παιδία των γυναικών με παχυσαρκία και υπερβολική αύξηση του βάρους κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης είχαν υψηλότερο κίνδυνο να εμφανίσουν ΔΕΠΥ σε σύγκριση με εκείνα που γεννήθηκαν από μητέρες με φυσιολογικό βάρος και αύξηση βάρους κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης σε φυσιολογικά εύρη τιμών.

Η σχέση αυτή δεν παρατηρήθηκε σε γυναίκες παχυσαρκία και φυσιολογική αύξηση βάρους κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.

Ποιοι είναι το συμπέρασμα της μελέτης;

Η παρούσα μελέτη προσφέρει πολύτιμα ευρήματα σχετικά με τη σχέση του σωματικού βάρους της μητέρας, της αύξησης βάρους κατά την εγκυμοσύνη και του κινδύνου εμφάνισης ΔΕΠΥ στους απογόνους.

Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι τα παιδιά των γυναικών με σακχαρώδη διαβήτη και παχυσαρκία έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να εμφανίσουν ΔΕΠΥ στην μετέπειτα ζωή τους όταν παρατηρείται μη φυσιολογική αύξηση του σωματικού βάρους της γυναίκας κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Δηλαδή, βρέθηκε ότι η παχυσαρκία της μητέρας, όταν δεν συνοδευόταν από υπερβολική αύξηση του σωματικού βάρους κατά την εγκυμοσύνη, δεν είχε πλέον συσχέτιση με την εμφάνιση ΔΕΠΥ στους απογόνους.

Τα ευρήματα αυτά αναδεικνύουν την ανάγκη για προσεκτική παρακολούθηση και διαχείριση του βάρους κατά την εγκυμοσύνη για την καλή ψυχική υγεία των απογόνων.

Επιπλέον, οι ερευνητές υπογραμμίζουν την ανάγκη για περαιτέρω μελέτες για την καλύτερη κατανόηση των παραγόντων που επηρεάζουν την νευροαναπτυξιακή των παιδιών, με έμφαση στις επιπτώσεις της παχυσαρκίας της μητέρας και της υπερβολικής αύξησης βάρους κατά την εγκυμοσύνη.

Ποιοι είναι οι περιορισμοί της μελέτης;

Οι περιορισμοί της μελέτης περιλαμβάνουν:

Πιθανοί συγχυτικοί παράγοντες: Υπάρχει η πιθανότητα να υπάρχουν συγχυτικοί παράγοντες, οι οποίοι δεν λήφθηκαν υπόψη και οι οποίοι μπορεί να αλλοιώσουν το τελικό αποτέλεσμα. Για παράδειγμα, δεν αξιολογήθηκαν παράγοντες κινδύνου όπως το ιστορικό της μητέρας ή του πατέρα για νευροαναπτυξιακές διαταραχές.

Απουσία ομάδας ελέγχου: Η μελέτη δεν συμπεριέλαβε γυναίκες χωρίς σακχαρώδη διαβήτη κύησης, επομένως τα αποτελέσματα δεν μπορούν να γενικευτούν σε άλλες ομάδες του πληθυσμού.

Αυτοαναφερόμενος δείκτης μάζας σώματος (ΔΜΣ): Ο ΔΜΣ βασίστηκε σε αυτοαναφερόμενα δεδομένα βάρους και ύψους, που μπορεί να ενέχουν σοβαρές αποκλίσεις.

Έλλειψη πληροφοριών για την παρακολούθηση: Παρά το γεγονός ότι η μελέτη είχε συνεχή παρακολούθηση, λείπουν συγκεκριμένα δεδομένα σχετικά με το θεράποντα ιατρό (παιδίατρος ή ψυχίατρος) που έκανε τη διάγνωση.

Μελέτη παρατήρησης: Πρόκειται για μία μελέτη παρατήρησης (observational study) η οποία δεν μπορεί να αναδείξει σχέση αίτιου-αποτελέσματος, δηλαδή δεν προκύπτει ότι η μη φυσιολογική αύξηση του βάρους κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης σε γυναίκες με παχυσαρκία προκαλεί αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης ΔΕΠΥ στους απογόνους, αλλά δείχνει μια πιθανή σχέση και μόνο.

Αυτοί οι περιορισμοί πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά την ερμηνεία των αποτελεσμάτων της μελέτης.

Για περισσότερες διατροφικές συμβουλές μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί μας και να κλείσετε ραντεβού.

Επικοινωνία

Συμπέρασμα

Η προσεκτική παρακολούθηση του βάρους κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης είναι ζωτικής σημασίας τόσο για την υγεία της μητέρας όσο και για τη σωστή ανάπτυξη του εμβρύου.

Είναι γνωστό ότι η υπερβολική αύξηση βάρους κατά την εγκυμοσύνη αυξάνει τον κίνδυνο για παθήσεις όπως είναι ο διαβήτης κύησης, η προεκλαμψία και άλλες επιπλοκές που μπορεί να απειλήσουν τη ζωή της μητέρας και του εμβρύου.

Επιπλέον, η παραπάνω μελέτη αναφέρει ότι η υπερβολική αύξηση του βάρους κατά την κύηση μπορεί να έχει σημαντικές επιπτώσεις για την νευρική ανάπτυξη του εμβρύου, αυξάνοντας τον κίνδυνο εμφάνισης νευροαναπτυξιακών διαταραχών, όπως είναι η ΔΕΠΥ, γεγονός που υπογραμμίζει την σημασία της σωστής διαχείρισης του βάρους κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.

Είναι επιτακτική ανάγκη οι έγκυες γυναίκες να συνεργάζονται με τους ειδικούς κλινικούς διαιτολόγους-διατροφολόγους για να εξασφαλίσουν μια υγιή εγκυμοσύνη, σε συνεννόηση πάντα με τον γυναικολόγο τους.

Βιβλιογραφία