Με την χρήση της σελίδας συγκατατίθεστε στην χρήση των cookies και αποδέχεσθε την πολιτική απορρήτου της ιστοσελίδας.
Αποδοχή Όροι Χρήσης

Αναζήτηση

Αναζητήστε διατροφικές ενότητες, άρθρα, συνταγές και διατροφικούς ορισμούς πληκτρολογώντας τον τίτλο ή μία λέξη.

Δυσανεξία στη λακτόζη: Τι πρέπει να αποφεύγουμε

Δυσανεξία στη λακτόζη: Τι πρέπει να αποφεύγουμε

Δείτε τι αλλαγές πρέπει να κάνετε στη διατροφή σας και σε ποια τρόφιμα πρέπει να δίνετε ιδιαίτερη προσοχή.

Λίγα λόγια σχετικά με την τροφική δυσανεξία (λακτόζη, γλουτένη)

Ορισμός Τροφικής Δυσανεξίας

Η τροφική δυσανεξία χαρακτηρίζεται ως η αδυναμία του οργανισμού να επιτελέσει τη διαδικασία της πέψης ορισμένων τροφίμων, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται ανεπιθύμητα συμπτώματα λίγες ώρες μετά την κατανάλωσή τους. Τα πιο συχνά συμπτώματα που παρατηρούνται είναι συμπτώματα από το γαστρεντερικό σύστημα, όπως είναι για παράδειγμα ο μετεωρισμός, τα κοιλιακά άλγη, η διάρροια κα. Βέβαια, μπορούν επίσης να παρατηρηθούν και συμπτώματα στο δέρμα όπως ο κνησμός ή δερματικά εξανθήματα.

Τροφική Δυσανεξία ή Τροφική Αλλεργία;

Είναι πολύ σημαντικό να σημειωθεί πως η τροφική δυσανεξία δεν είναι το ίδιο με τη τροφική αλλεργία. Πιο συγκεκριμένα, η τροφική αλλεργία προκαλείται από την ανοσολογική απόκριση του οργανισμού, ως αντίδραση σε συγκεκριμένα τρόφιμα. Στην περίπτωση αυτή, για παράδειγμα, ο οργανισμός αναγνωρίζει λανθασμένα τις πρωτεΐνες που βρίσκονται σε συγκεκριμένες τροφές ως ξένα σώματα (π.χ. όπως οι παθογόνοι μικροοργανισμοί), διεγείροντας έτσι την άμυνα του οργανισμού προκειμένου να τα εξουδετερώσει.

Τα πιο συχνά συμπτώματα της τροφικής αλλεργίας- η οποία μπορεί να είναι πολύ επικίνδυνη για τη ζωή- είναι δερματικά, όπως ο κνησμός και τα εξανθήματα. Εμφανίζονται, συνήθως, μετά από σύντομο χρονικό διάστημα και αφού έχει καταναλωθεί έστω και μικρή ποσότητα από το συγκεκριμένο τρόφιμο. Οι πιο συχνές τροφές που θεωρούνται ότι προκαλούν τροφικές αλλεργίες στα ενήλικα άτομα είναι τα ψάρια και θαλασσινά και οι ξηροί καρποί, ενώ στα παιδιά είναι συνήθως το γάλα, τα αυγά, τα ψάρια, τα φιστίκια αλλά και γενικότερα οι ξηροί καρποί.

Αντίθετα, η τροφική δυσανεξία δεν περιλαμβάνει την ανοσολογική απόκριση του οργανισμού και συγκριτικά με την τροφική αλλεργία δεν είναι επικίνδυνη για τη ζωή. Τα συμπτώματα συνήθως μπορούν να προκληθούν από πολλά διαφορετικά τρόφιμα, μετά από μερικές ώρες και εφόσον έχει καταναλωθεί μια σημαντική ποσότητα από τα τρόφιμα αυτά.

Τι είναι η δυσανεξία στη λακτόζη και που οφείλεται;

Δυσανεξία στη λακτόζηΜια από τις πιο συχνές τροφικές δυσανεξίες είναι και η δυσανεξία στη λακτόζη.

Χαρακτηρίζεται ως η αδυναμία του οργανισμού να διασπάσει ή αλλιώς να μεταβολίσει τη λακτόζη που βρίσκεται στα τρόφιμα. Η λακτόζη είναι ένας δισακχαρίτης (υδατάνθρακας) που συναντάται κυρίως στο γάλα και στα προϊόντα του γάλακτος.

Η αδυναμία του οργανισμού να μεταβολίσει τη λακτόζη οφείλεται στη μειωμένη παραγωγή ή και έλλειψη του ενζύμου λακτάση, το οποίο παράγεται φυσιολογικά από τα κύτταρα του λεπτού εντέρου. Η λακτάση είναι το ένζυμο που διασπά τη λακτόζη σε γαλακτόζη και γλυκόζη, ούτως ώστε να απορροφηθεί από τον οργανισμό.

Όταν τα επίπεδα λακτάσης είναι χαµηλά ή ανύπαρκτα, η λακτόζη δε διασπάται, με αποτέλεσμα να οδηγείται αυτούσια στο παχύ έντερο και να μετατρέπεται σε λιπαρά οξέα βραχείας αλύσου µε ταυτόχρονη παραγωγή αερίων.

Η ανεπάρκεια της λακτάσης μπορεί να είναι κληρονομούμενη- η οποία είναι μια σπάνια κατάσταση- και χαρακτηρίζεται από εκ γενετής έλλειψη της λακτάσης (πλήρης έλλειψη ενζύμου). Αξίζει να σημειωθεί πως με την αύξηση της ηλικίας η δραστηριότητα της λακτάσης μπορεί, επίσης, να μειωθεί, με αποτέλεσμα να παρατηρούνται δυσάρεστα γαστρεντερικά συμπτώματα.

Οι δυο βασικοί τύποι δυσανεξία στη λακτόζη (πρωτοπαθής, δευτεροπαθής)

Η ανεπάρκεια της λακτάσης μπορεί να είναι πρωτοπαθής (μερική ή ολική) ή δευτεροπαθής.

Πρωτοπαθής δυσανεξία στη λακτόζη

Ο πιο κοινός τύπος ανεπάρκειας λακτάσης είναι η πρωτοπαθής ανεπάρκεια, κατά την οποία ο βαθμός στον οποίο τα άτομα ανέχονται τη λακτόζη διαφέρει και μπορεί να εξαρτάται από την προσλαμβανόμενη ποσότητα λακτόζης αλλά και τη δυνατότητα του παχέος εντέρου να απορροφήσει τα λιπαρά οξέα βραχείας αλύσου- που παράγονται από τη λακτόζη που δεν έχει διασπαστεί από το λεπτό έντερο.

Δευτεροπαθής δυσανεξία στη λακτόζη

Η δευτεροπαθής ανεπάρκεια λακτάσης παρατηρείται συχνά μετά από λοιμώξεις του εντέρου ή άλλες παθολογικές καταστάσεις που συνοδεύονται από εκτεταμένη καταστροφή των βλεννογονικών κυττάρων του λεπτού εντέρου. Στα παιδιά μπορεί να συμβεί πιο συχνά μετά από βακτηριακές ή ιικές λοιμώξεις, ενώ στους ενήλικες μετά από κάποια οξεία λοίμωξη, επί νόσου του Crohn, υποσιτισμού ή λοίμωξης HIV.

Η δευτεροπαθής δυσανεξία στη λακτόζη και η επακόλουθη ανάκαμψη της δραστηριότητας της λακτάσης μπορεί να αναστραφεί με την ύφεση του υποκείμενου νοσήματος, διαδικασία που μπορεί βέβαια να καθυστερήσει εβδομάδες ή ακόμα και μήνες.

Για περισσότερες διατροφικές συμβουλές μπορείτε να επικοινωνήσετε με την κλινική διαιτολόγο Δρ. Ρενάτα Μίχα.

Επικοινωνία

Δυσανεξία στη λακτόζη σε βρέφη και παιδιά

Δυσανεξία στη λακτόζη σε παιδιάΗ δυσανεξία στη λακτόζη κατά τη βρεφική ή παιδική ηλικία παρατηρείται συχνά, όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, μετά από κάποια λοίμωξη (από βακτήρια ή ιούς) και ως εκ τούτου αποτελεί μια παροδική κατάσταση. Επίσης, τα μωρά που γεννιούνται πρόωρα είναι πολύ πιθανό να εμφανίσουν δυσανεξία στη λακτόζη- η οποία επίσης είναι παροδική- καθώς τα κύτταρα που παράγουν το ένζυμο λακτάση συντίθεται προς το τέλος του τρίτου τριμήνου. Τέλος, η συγγενής ανεπάρκεια της λακτάσης αποτελεί μια εξαιρετικά σπάνια κληρονομούμενη νόσος, η οποία εμφανίζεται τις πρώτες μέρες ζωής και χαρακτηρίζεται από πλήρη έλλειψη της λακτάσης.

Με εξαίρεση τη συγγενή ανεπάρκεια λακτάσης κατά την οποία θα πρέπει να προσαρμοστεί η δίαιτα των παιδιών ώστε να μην περιέχει λακτόζη, στις δύο άλλες περιπτώσεις ο βαθμός ανοχής του οργανισμού στην ποσότητα λακτόζης διαφέρει. Συνήθως τα παιδιά μπορούν να καταναλώσουν μικρές ποσότητες λακτόζης χωρίς να εμφανίζουν γαστρεντερικά συμπτώματα.

Επειδή στις περισσότερες περιπτώσεις η δυσανεξία στη λακτόζη είναι παροδική, μπορεί σταδιακά να γίνει η επανένταξη του γάλακτος και των προϊόντων του στη διατροφή των παιδιών. Πιο συγκεκριμένα, τα βρέφη που εμφανίζουν δυσανεξία στη λακτόζη συστήνεται να καταναλώνουν φόρμουλες γάλακτος που δεν περιέχουν λακτόζη. Πολλές φορές ως εναλλακτικές επιλογές συστήνονται και οι φόρμουλες με βάση τη σόγια, ωστόσο αυτή δεν θα πρέπει να χορηγείται σε παιδιά κάτω των 6 μηνών, καθώς συστατικά αυτών μπορούν να παρεμποδίσουν τη φυσιολογική ανάπτυξή τους σε βάθος χρόνου.

Επιπλέον, για τα μωρά που θηλάζουν συστήνεται η χορήγηση ειδικών σταγόνων λακτάσης, ούτως ώστε να βοηθήσουν τον οργανισμό να μεταβολίσει τη λακτόζη που προέρχεται από το μητρικό γάλα.

Στα παιδιά που εμφανίζουν δυσανεξία στη λακτόζη ισχύουν παρόμοιες διατροφικές οδηγίες με αυτές που συστήνονται στους ενήλικες. Η πλήρης αποφυγή του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων μπορεί να μην είναι απαραίτητη, καθώς μικρές ποσότητες λακτόζης μπορούν να είναι ανεκτές από τον οργανισμό τους.

Σε κάθε περίπτωση, και ιδιαίτερα στην περίπτωση όπου το παιδί δεν μπορεί να ανεχτεί καθόλου τη λακτόζη, συστήνεται να υπάρχει διαρκής παρακολούθηση και εξατομίκευση από κλινικό διαιτολόγο διατροφολόγο, προκειμένου να καλύπτονται επαρκώς οι ανάγκες του παιδιού σε θρεπτικά συστατικά που είναι απαραίτητα για τη σωστή και ομαλή ανάπτυξή του.

Πώς γίνεται η διάγνωση;

Η διάγνωση της δυσανεξίας στη λακτόζη στηρίζεται στο ιστορικό του ατόμου και συνήθως τεκμηριώνεται με το τεστ αναπνοής υδρογόνου.

Παλαιότερα η διάγνωση στηριζόταν στη δοκιμασία ανοχής στη λακτόζη, κατά την οποία γινόταν η χορήγηση συγκεκριμένης ποσότητας λακτόζης από του στόματος (50 γρ.). Επί ανεπάρκειας λακτάσης η αύξηση του σακχάρου του αίματος ήταν μικρότερη από 20 mg/dl, ένδειξη ότι υπάρχει αδυναμία του οργανισμού να μεταβολίσει φυσιολογικά τη λακτόζη. Ωστόσο, η δοκιμασία αυτή στερείται ευαισθησίας και δίνει συχνά αμφίβολα αποτελέσματα.

Σήμερα, για τη διάγνωση της δυσανεξίας στη λακτόζη χρησιμοποιείται κυρίως το τεστ αναπνοής υδρογόνου. Κατά τη δοκιμασία αυτή και κατόπιν ολονύκτιας νηστείας, χορηγείται διάλυμα λακτόζης (50 γρ.) από του στόματος και πραγματοποιείται η ποσοτικοποίηση του εκπνεόμενου υδρογόνου, δηλαδή γίνεται η μέτρηση της ποσότητας υδρογόνου στην αναπνοή του ατόμου.

Η διαδικασία αυτή είναι απλή, ευαίσθητη και ειδική. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, τα ποσά υδρογόνου που ανιχνεύονται στην αναπνοή είναι πολύ μικρά. Στην περίπτωση ανεπάρκειας λακτάσης, η λακτόζη φθάνει στο παχύ έντερο όπου μεταβολίζεται από βακτήρια, παράγοντας μεγάλα ποσά υδρογόνου τα οποία και μετρούνται στην αναπνοή. Το υδρογόνο απορροφάται από το έντερο, μεταφέρεται μέσω του αίματος στους πνεύμονες και τέλος εκπνέεται.

Παράγοντες κινδύνου

Οι πιο συχνοί παράγοντες κινδύνου ανάπτυξης δυσανεξίας στη λακτόζη είναι οι εξής:

  • Ηλικία. Με την αύξηση της ηλικίας, όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, μπορεί να μειωθεί η δραστηριότητα τη λακτάσης, με αποτέλεσμα να παρουσιάζεται δυσανεξία στη λακτόζη.
  • Εθνικότητα. Η δυσανεξία στη λακτόζη είναι πολύ συχνή σε άτομα Αφρικανικής και Ασιατικής καταγωγής καθώς και στους ιθαγενής πληθυσμούς της Αμερικής.
  • Προωρότητα. Τα μωρά που γεννιούνται πρόωρα είναι πιθανότερο να εμφανίζουν χαμηλά επίπεδα λακτάσης. Αυτό μπορεί να συμβεί επειδή το λεπτό έντερο δημιουργεί τα κύτταρα που παράγουν τη λακτάση προς το τέλος του τρίτου τριμήνου.
  • Παθολογικές καταστάσεις που προκαλούν βλάβες στο λεπτό έντερο (π.χ. βακτηριακή υπερανάπτυξη, νόσος Crohn, κοιλιοκάκη κα).
  • Θεραπεία καρκίνου. Τα άτομα που υπόκεινται σε ακτινοθεραπείες για την αντιμετώπιση του καρκίνου στο στομάχι ή παρουσιάζουν επιπλοκές στο έντερο λόγω των χημειοθεραπειών, έχουν αυξημένο κίνδυνο να αναπτύξουν δυσανεξία στη λακτόζη.

Για περισσότερες διατροφικές συμβουλές μπορείτε να επικοινωνήσετε με την κλινική διαιτολόγο Δρ. Ρενάτα Μίχα.

Επικοινωνία

Συμπτώματα

Δυσπεψία λόγω δυσανεξίας στη λακτόζηΤα συμπτώματα που εμφανίζονται λόγω της δυσανεξίας στη λακτόζη διαφέρουν μεταξύ των ατόμων. Συνήθως εμφανίζονται μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα από την κατανάλωση τροφίμων ή ποτών που περιέχουν λακτόζη, δηλαδή μετά από 30 λεπτά έως και 2 ώρες.

Τα άτομα µε δυσανεξία στη λακτόζη μπορούν να αντιμετωπίσουν διάφορα δυσάρεστα γαστρεντερικά συμπτώματα, που ευθύνονται στην παραγωγή των αερίων από τα βακτήρια του παχέος εντέρου. Μερικά από τα πιο συχνά συμπτώματα που παρατηρούνται είναι τα εξής:

  • Ναυτία
  • Δυσπεψία
  • Μετεωρισμός ή αλλιώς φούσκωμα στο στομάχι
  • Κοιλιακά άλγη
  • Αποβολή αερίων
  • Διάρροια

Τα επίπεδα λακτάσης που παράγονται στον οργανισμό και το ποσό της προσλαμβανόμενης λακτόζης σχετίζονται µε τη σοβαρότητα και την ένταση των συμπτωμάτων. Εάν και σε κάθε περίπτωση χρειάζεται εξατομίκευση, φαίνεται ότι μικρές ποσότητες λακτόζης- δηλαδή κάτω των 12 γρ.- είναι ανεκτές από τα περισσότερα άτομα µε δυσανεξία στη λακτόζη.

Υπάρχουν κίνδυνοι για την υγεία;

Το γάλα και τα προϊόντα γάλακτος, που αποτελούν τις κύριες πηγές λακτόζης, είναι πλούσια σε ασβέστιο, πρωτεΐνες και βιταμίνες όπως η βιταμίνη Α, η βιταμίνη Β12 και η βιταμίνη D. Επίσης, η λακτόζη, που περιέχεται στα τρόφιμα αυτά, βοηθά τον οργανισμό στην απορρόφηση πολλών ιχνοστοιχείων όπως το μαγνήσιο και ο σίδηρος. Οι βιταμίνες και τα ιχνοστοιχεία που βρίσκονται στα τρόφιμα αυτά είναι απαραίτητα για τη σωστή ανάπτυξη και καλή υγεία των οστών.

Τα άτομα με δυσανεξία μπορούν να αντιμετωπίσουν δυσκολία στο να καλύψουν επαρκώς τις ανάγκες τους σε αυτά τα μικροθρεπτικά συστατικά, με αποτέλεσμα να βρίσκονται σε αυξημένο κίνδυνο διατροφικών ελλείψεων, καθώς και εμφάνισης παθολογικών καταστάσεων όπως είναι οι παρακάτω:

  • Οστεοπενία. Είναι μια κατάσταση η οποία προκύπτει από την ελάττωση της οστικής μάζας, με αποτέλεσμα τα οστά μας να γίνονται πιο αδύναμα. Τα άτομα με οστεοπενία διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να εμφανίσουν οστεοπόρωση.
  • Οστεοπόρωση. Χαρακτηρίζεται η χρόνια πάθηση του μεταβολισμού των οστών, κατά την οποία παρατηρείται σταδιακή μείωση της πυκνότητας και ποιότητας των οστών. Ως αποτέλεσμα, τα οστά γίνονται πιο λεπτά και εύθραυστα με την πάροδο των χρόνων. Τα άτομα με οστεοπόρωση διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο κατάγματος, ακόμα και χωρίς κάποιο τραυματισμό.
  • Κακή θρέψη. Η κακή θρέψη παρατηρείται όταν ο οργανισμός δεν τρέφεται σωστά και κατ’ επέκταση δεν λαμβάνει επαρκείς ποσότητες θρεπτικών συστατικών για να καλύψει τις ανάγκες του. Η κακή θρέψη μπορεί να έχει πολλές αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία όπως η έντονη και γρήγορη κόπωση, η αδυναμία επούλωσης πληγών κα.

Πώς αντιμετωπίζεται ή δυσανεξία στη λακτόζη;

Τα άτομα με δυσανεξία στη λακτόζη θα πρέπει να περιορίσουν ή και να αποφεύγουν την κατανάλωση τροφίμων και ποτών που περιέχουν λακτόζη. Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, τα περισσότερα άτομα με δυσανεξία στη λακτόζη μπορούν να ανεχθούν μικρές ποσότητες λακτόζης, δηλαδή όσο αντιστοιχεί σε ένα ποτήρι γάλα ημερησίως (περίπου 12 γραμμάρια). Επομένως, μπορεί η πλήρης αποφυγή της λακτόζης να μην είναι απαραίτητη (1).

Ωστόσο, στην περίπτωση της κληρονομούμενης αλακτασίας συστήνεται η πλήρης αποφυγή λακτόζης. Επιπλέον, εκτός από την αποφυγή της κατανάλωσης γάλακτος και προϊόντων γάλακτος, που αποτελούν τις κύριες πηγές λακτόζης, είναι απαραίτητη και η αποφυγή των κρυφών πηγών της, όπως είναι για παράδειγμα κάποια τυποποιημένα τρόφιμα (π.χ. ψωμί, τσουρέκι), δημητριακά πρωινού, σούπες, προϊόντα πατάτας, γλυκά και σοκολάτες. Επίσης, τα άτομα με κληρονομούμενη αλακτασία δεν πρέπει να ξεχνούν πως η λακτόζη μπορεί να περιέχεται και σε ορισμένα φάρμακα.

Στην πρωτοπαθής ανεπάρκεια λακτάσης συστήνεται μια δίαιτα χαμηλή σε λακτόζη- μέσω περιορισμού τροφών που είναι πλούσιες σε λακτόζη- και αντικατάστασή τους με εναλλακτικές επιλογές.

Τι να αποφύγετε

Πως αντιμετωπίζεται η δυσανεξία στη λακτόζηΟι κυριότερες πηγές λακτόζης είναι το γάλα και τα προϊόντα του, όπως το γιαούρτι, τα τυριά, το βούτυρο, η κρέμα γάλακτος κα. Η λακτόζη, επίσης, μπορεί να περιέχεται και σε άλλα τυποποιημένα τρόφιμα όπως τα ψωμιά και άλλα αρτοσκευάσματα (π.χ. κέικ, βάφλες, μπισκότα κα.), τα επεξεργασμένα τρόφιμα όπως τα δημητριακά πρωινού, οι σούπες, οι σάλτσες για σαλάτες, τα αλλαντικά, οι μπάρες κα.

Σε περίπτωση που σταθεροποιηθούν τα συμπτώματα του ατόμου με την χορήγηση της δίαιτας χαμηλής σε λακτόζη, μπορούν σταδιακά να επανεισαχθούν στη διατροφή του τρόφιμα που περιέχουν λακτόζη μέχρι το σημείο που το ανέχεται ο κάθε οργανισμός.

Η διατροφική αντιμετώπιση της δευτεροπαθούς ανεπάρκειας λακτάσης εξαρτάται συνήθως από τη σοβαρότητα των συμπτωμάτων. Αρχικά, συστήνεται η παροδική αποφυγή της λακτόζης από τη διατροφή, η οποία θα βοηθήσει στο να υποχωρήσουν τα συμπτώματα και στη συνέχεια μπορεί να γίνει σταδιακή επανένταξη της.

Τι εναλλακτικές υπάρχουν;

Γάλα χωρίς λακτόζηΤα άτομα με δυσανεξία στη λακτόζη θα πρέπει να περιορίσουν ή και να αποφύγουν την κατανάλωση του γάλακτος και των προϊόντων του.

Τις περισσότερες φορές τα άτομα αυτά δεν μπορούν να πέψουν το γάλα και μερικές φορές το γιαούρτι. Ωστόσο, τα τυριά, και ιδιαίτερα τα σκληρά, ενδεχομένως να μπορούν να καταναλωθούν πιο εύκολα και να είναι πιο ανεκτά, καθώς περιέχουν πολύ μικρές ποσότητες λακτόζης και συνήθως είναι πλούσια σε ασβέστιο.

Επίσης, η κατανάλωση γάλακτος μπορεί να αντικατασταθεί από την κατανάλωση εναλλακτικών πηγών όπως το γάλα χωρίς λακτόζη ή τα φυτικά ροφήματα όπως το ρόφημα αμυγδάλου, ρυζιού, βρώμης κα.

Αξίζει να σημειωθεί πως τα συμπτώματα μπορεί να είναι πιο ήπια εάν η λακτόζη καταναλώνεται ως μέρος ενός γεύματος απ’ ότι να καταναλώνεται μόνη της, σαν ένα ποτήρι γάλα, για παράδειγμα, ανάμεσα στα γεύματα. Επίσης, η λακτόζη των γαλακτοκομικών προϊόντων που έχουν υποστεί ζύμωση, όπως είναι το γιαούρτι, ενδέχεται να είναι πιο ανεκτή, ως αποτέλεσμα πολλαπλασιασμού εντερικής χλωρίδας που δρα ευεργετικά, όπως είναι τα μπιφιντοβακτήρια, τα οποία μεταβολίζουν τη λακτόζη (2).

Επειδή τα άτομα με δυσανεξία στη λακτόζη πρέπει να περιορίσουν ή να αποφύγουν την κατανάλωση γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων, που αποτελούν τις κυριότερες πηγές ασβεστίου και βιταμίνης D, θα πρέπει να εντάξουν στη διατροφή τους εναλλακτικές πηγές- που να είναι δηλαδή χαμηλές σε λακτόζη- , ούτως ώστε να καλύψουν τις ανάγκες του οργανισμού στα μικροθρεπτικά αυτά συστατικά.

Επομένως, για να καλυφθούν οι ανάγκες σε ασβέστιο μπορούν να καταναλωθούν τρόφιμα πλούσια σε ασβέστιο όπως τα ψάρια (π.χ. μικρά ψάρια, σολομός, σαρδέλες), τα πράσινα φυλλώδη λαχανικά (π.χ. μπρόκολο, κουνουπίδι, λάχανο, λαχανάκια Βρυξελλών), τα πορτοκάλια, τα αμύγδαλα, τα ξηρά φασόλια, το τόφου αλλά και τα εμπλουτισμένα σε ασβέστιο προϊόντα του εμπορίου. Διαφορετικά, σε περιπτώσεις όπου οι ανάγκες δεν μπορούν να καλυφθούν μέσω της διατροφής, μπορούν να χορηγηθούν συμπληρώματα ασβεστίου, πάντα υπό την επίβλεψη ιατρού.

Επίσης, επειδή μπορεί να είναι δύσκολο να καλυφθούν οι ανάγκες σε βιταμίνη D, τα άτομα με δυσανεξία στη λακτόζη θα πρέπει να συμπεριλάβουν στη διατροφή τους τρόφιμα πλούσια σε βιταμίνη D αλλά φτωχά σε λακτόζη, όπως είναι τα ψάρια (π.χ. σολομός) και τα αυγά. Η βιταμίνη D είναι πολύ σημαντική για την υγεία και μεταξύ άλλων βοηθά στη σωστή απορρόφηση και διαχείριση του ασβεστίου στον οργανισμό. Επιπλέον, προϊόντα τα οποία είναι εμπλουτισμένα σε βιταμίνη D μπορούν να αποτελέσουν ιδανικές επιλογές, ώστε να καλυφθούν επαρκώς οι ανάγκες του οργανισμού στη βιταμίνη αυτή.

Τέλος, στην περίπτωση που τα άτομα με δυσανεξία στη λακτόζη μπορούν να ανεχτούν μικρές ποσότητες γάλακτος ή γαλακτοκομικών προϊόντων, είναι προτιμότερο να επιλέξουν προϊόντα που να είναι εμπλουτισμένα σε βιταμίνη D, προκειμένου να αυξήσουν όσο το δυνατόν τη συνολική πρόσληψή της.

Σε κάθε περίπτωση, ένας κλινικός διαιτολόγος διατροφολόγος θα μπορέσει να σας βοηθήσει να ακολουθήσετε μια ισορροπημένη διατροφή χαμηλή σε λακτόζη, η οποία θα έχει σχεδιαστεί πάνω στις δικές σας ανάγκες, με κύριο στόχο την καλύτερη διαχείριση των συμπτωμάτων σας και την επαρκή κάλυψη των αναγκών σας στα απαραίτητα μικροθρεπτικά συστατικά.

Βιβλιογραφία

  1. Dalal SR, Chang EB. Chapter 65: Disorders of epithelial transport, metabolism, and digestion in the small intestine. In: Podolsky DK, Camilleri M, Fitz JG, Kalloo AN, Shanahan F, Wang TC, eds. Yamada’s Textbook of Gastroenterology. 6th ed. West Sussex: John Wiley & Sons 2016: 1276–1293.
  2. Savaiano DA. Lactose digestion from yogurt: mechanism and relevance. The American journal of clinical nutrition 2014 99(5 Suppl):1251S–5S. 

Σχετικές Ενότητες

Διατροφή Για Καλή Υγεία

Διατροφή για Καλή Υγεία

Η διατροφή αποτελεί τον πλέον βασικό πυλώνα που καθορίζει την υγεία. Ποια είναι η σωστή διατροφή για την υγεία και την ευεξία σας;
Διατροφή για Αθλητές

Αθλητική Διατροφή

Η αθλητική διατροφή βελτιώνει τη φυσική κατάσταση και τις επιδόσεις του αθλητή. Ποια είναι η κατάλληλη δίαιτα για αθλούμενους και αθλητές;
Διατροφή για Παιδιά & Εφήβους

Διατροφή για Παιδιά & Εφήβους

Η υγιεινή διατροφή των παιδιών και εφήβων ενισχύει τη σωματική και πνευματική ανάπτυξη και θωρακίζει την υγεία τους στο παρόν και στο μέλλον.
Κλείστε Ραντεβού